- Ὁπλόσμιος
- Ὁπλόσμιος, Beiwort des Zeus in Karien, u. Ὁπλοσμία, Beiname der Hera im Peloponnes, wahrscheinlich 'Waffen tragend'
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Οπλόσμιος — Ὁπλόσμιος, ὁ (Α) 1. (ως προσωνυμία τού Διός στην Αρκαδία) ο ένοπλος 2. το θηλ. Ὁπλοσμία προσωνυμία τής Ήρας ή τής Αθηνάς στην Πελοπόννησο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Οπλοδμία] … Dictionary of Greek
Ὁπλοσμίου — Ὁπλόσμιος armed masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οπλοδμία — Ὁπλοδμία (Α) ονομασία φυλής στη Μαντίνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. Ὁπλοδμία, Ὁπλοσμία, Ὁπλόσμιος παρετυμολογικώς έχουν θεωρηθεί σύνθ. από τις λ. ὅπλον + ὀδμή / ὀσμή. Επίσης, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. ὁπλο δμ ία είναι σύνθ. από τη λ. όπλον και τη… … Dictionary of Greek